αινιγματογράφος

αινιγματογράφος
ο
1. αυτός που συνθέτει αινίγματα
2. (για συγγραφέα) αυτός που εκφράζεται με ειρωνεία ή ασάφεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αινιγματογραφία — η [αινιγματογράφος] γράψιμο, σύνθεση αινιγμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”